ἀκοσμία

ἀκοσμία
ἀκοσμ-ία, ,
A disorder, Pl.Grg.508a, Ael.Tact.41.2; extravagance, excess,

λόγων E.IA317

:—in moral sense, disorderliness (with play on

κόσμος 11.1

), S.Fr.846: in pl., Pl.Smp.188b;

αἱ ἀ. τοῦ πλήθους Phld.Hom. p.340

.
2 absence of κόσμος, chaos, Dam.Pr.205.
II abeyance of κόσμοι, in Crete (

κόσμος 111

), Arist.Pol.1272b8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀκοσμία — ἀκοσμίᾱ , ἀκοσμία disorder fem nom/voc/acc dual ἀκοσμίᾱ , ἀκοσμία disorder fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοσμία — Φιλοσοφικός όρος τον οποίο χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης για να δηλώσει την αναρχική κατάσταση των πόλεων της Κρήτης, όταν δεν υπήρχαν κόσμοι, όπως λέγονταν οι ανώτατοι άρχοντες στις κρητικές πόλεις. Στα νεότερα χρόνια τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • ἀκοσμίᾳ — ἀκοσμίαι , ἀκοσμία disorder fem nom/voc pl ἀκοσμίᾱͅ , ἀκοσμία disorder fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοσμία — η 1. αταξία: Στη συγκέντρωση επικρατούσε ακοσμία. 2. απρέπεια, ασχημοσύνη: Αυτά που έγιναν ήταν ακοσμίες. 3. φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο υλικός κόσμος είναι ανύπαρκτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκοσμίας — ἀκοσμίᾱς , ἀκοσμία disorder fem acc pl ἀκοσμίᾱς , ἀκοσμία disorder fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοσμίαι — ἀκοσμία disorder fem nom/voc pl ἀκοσμίᾱͅ , ἀκοσμία disorder fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοσμίαν — ἀκοσμίᾱν , ἀκοσμία disorder fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοσμίαις — ἀκοσμία disorder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοσμίη — ἀκοσμία disorder fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοσμίης — ἀκοσμία disorder fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • безлѣпотьство — БЕЗЛѢПОТЬСТВ|О (1*), А с. Безобразие: Отътолѣ ст҃а˫а но(щ) и нынѣшнѩ˫а жизни... и красу первое безлѣпо(т)ство приемлеть. (ἡ... ἀκοσμία) ГБ XIV, 63б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”